ἀνεκδιήγητος

ἀνεκδιήγητος
ἀνεκδιήγητος, ον (ἀ-+ ἐκδιηγέομαι q.v.; Rhet. Gr. III 747, 8; Hesych.; EpArist 99 v.l.; Just., D. 43, 3; 76, 2; A I, 51, 1 [each on Is 53:8]; Ath. 10, 1; Mel., P. 31, 210; 105, 814 ) [b]indescribable in good sense ἐπὶ τῇ ἀ. αὐτοῦ δωρεᾷ 2 Cor 9:15. Of God’s power ἀ. κράτος 1 Cl 61:1 (cp. δυνάμει ἀ. Ath. 10, 1). τὸ ὕψος, εἰς ὸ̔ ἀνάγει ἡ ἀγάπη, ἀ. ἐστι 49:4. νερτέρων ἀ. κρίματα (so the mss.; κλίματα is an unnecessary emendation) the indescribable judgments of the underworld 20:5 (s. Knopf, Hdb. ad loc.).—DELG s.v. ἡγέομαι. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνεκδιήγητος — indescribable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεκδιήγητος — η, ο (Α ἀνεκδιήγητος, ον) [εκδιηγούμαι] αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί, απερίγραπτος, ανείπωτος …   Dictionary of Greek

  • ανεκδιήγητος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να διηγηθεί, απερίγραπτος: Ανεκδιήγητα είναι αυτά που περάσαμε στην αιχμαλωσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεκδιηγήτως — ἀνεκδιήγητος indescribable adverbial ἀνεκδιήγητος indescribable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδιήγητον — ἀνεκδιήγητος indescribable masc/fem acc sg ἀνεκδιήγητος indescribable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδιηγήτοις — ἀνεκδιήγητος indescribable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδιηγήτου — ἀνεκδιήγητος indescribable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδιηγήτους — ἀνεκδιήγητος indescribable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδιηγήτων — ἀνεκδιήγητος indescribable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδιηγήτῳ — ἀνεκδιήγητος indescribable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδιήγητα — ἀνεκδιήγητος indescribable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”